πόδι

πόδι
Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ αστραγάλου και φτέρνας, η εγκάρσια του ταρσού, μεταξύ αστραγάλου και φτέρνας από το ένα μέρος και σκαφοειδούς και κυβοειδούς από το άλλο, και η ταρσομετατάρσιος. Το π. αρθρώνεται επίσης με τα οστά της κνήμης με την ποδοκνημική άρθρωση, στην οποία τα άκρα της κνήμης και της περόνης, που αντιστοιχούν στα δύο σφυρά, κλείνουν σ’ ένα είδος τσιμπίδας την αρθρική επιφάνεια του αστραγάλου· αυτή η άρθρωση βρίσκεται στην περιοχή που ανατομικά ονομάζεται αυχένας του π. Ο σκελετός του π. είναι διαταγμένος έτσι που να προσφέρει ελαστικό στήριγμα στο βάρος του σώματος. Πράγματι τα διάφορα οστά σχηματίζουν ένα είδος θόλου (ποδική καμάρα) στον οποίο διακρίνονται τρία κύρια τόξα: δύο επιμήκη, εσωτερικό και εξωτερικό, και ένα εγκάρσιο· από αυτά το εξωτερικό κυρίως τόξο δια του αστραγάλου, της φτέρνας, του κυβοειδούς και του πέμπτου μεταταρσίου στηρίζει το βάρος του σώματος, που του μεταβιβάζεται από την κνήμη. Για τη διατήρηση τηςφυσιολογικής δομής του π. συνεργάζονται οι αρθρικοί σύνδεσμοι, μια ισχυρή απονεύρωση που βρίσκεται στο πέλμα και η τάση των πολυάριθμων μυϊκών τενόντων η οποία φτάνει στα οστά του θόλου. Οι παθολογικές καταστάσεις που αφορούν στο π. είναι κυρίως συγγενείς παραμορφώσεις, συνέπειες παράλυσης (π.χ. πολιομυελιτική παράλυση του π.) και τραυματικές κακώσεις· από τις τελευταίες ιδιαίτερης σημασίας είναι τα εξαρθρώματα και κυρίως τα κατάγματα, εξαιτίας της ευκολίας με την οποία καταλήγουν σε αναπηρίες. Επίσης, όπως όλα τα άκρα, το π. υπόκειται συχνά σε κρυοπαγήματα και, συχνότερα από άλλα μέρη του σώματος, παρουσιάζει γάγγραινα από ανεπαρκή αιμάτωση (αρτηριοσκληρωτική γάγγραινα, γάγγραινα της νόσου του Μπίργκερ κ.ά.). Η πλατυποδία είναι μια παθολογική κατάσταση κατά την οποία υποχωρούν τα τόξα του πέλματος και η οποία συχνά συνδέεται με ιδιοσυστατική αδυναμία των συνδέσμων και των μυών η εκδήλωση της διευκολύνεται από την ορθοστασία και από τη χρησιμοποίηση ακαταλλήλων υποδημάτων (μαλακά υποδήματα χωρίς τακούνι, παντόφλες) και εκδηλώνεται με ένα επώδυνο σύνδρομο που πλήττει το π., την κνήμη και στη συνέχεια ολόκληρο το άκρο, δυσχεραίνοντας τη βάδιση. Το «π. του αθλητού», τέλος, είναι μια μόλυνση από μύκητες που προσβάλλει κυρίως τα μεσοδακτύλια διαστήματα· συναντάται συχνά σε άτομα που πάσχουν από υπεριδρωσία. Ζωολογία. Με πόδια, κινητήρια δηλαδή άκρα, είναι προικισμένα τα χερσαία Σπονδυλωτά και τα Αρθρόποδα. Στα ζώα αυτά, τα πόδια, εκτός από το ότι χρησιμεύουν για το βάδισμα και για τη στήριξη του σώματος, χρησιμεύουν επίσης για το πήδημα, την αναρρίχηση, και με τα ακραία τμήματα τους για τη σύλληψη και μερικές φορές για το κομμάτιασμα της τροφής: όταν προορίζονται για να εκτελούν κάποια απ’ αυτές τις ιδιαίτερες λειτουργίες, τα π. είναι κατάλληλα διαμορφωμένα. Τα αμφίβια, τα ερπετά και τα θηλαστικά έχουν δύο ζευγάρια π. –τυπικό πρωτόγονο χαρακτηριστικό– και ακριβώς για το λόγο αυτό τα Σπονδυλωτά αυτά λέγονται τετράποδα. Σε πολλά θηλαστικά τα π. αντί να είναι πενταδάχτυλα έχουν ένα περισσότερο ή λιγότερο περιορισμένο αριθμό αποδοτικών δακτύλων: π.χ. στα αιλουροειδή και στους κυνίδες είναι εφοδιασμένα με 4 δάχτυλα μόνο τα πίσω π., ενώ σε μερικούς υαινίδες και συίδες και τα δυο ζευγάρια των άκρων είναι τετραδάχτυλα· στα μηρυκαστικά, όπως και στους συίδες, μόνο 2 από τα δάχτυλα αγγίζουν το έδαφος· στα σημερινά περιττοδάχτυλα, τα π. είναι μονοδάχτυλα, γιατί έχουν μείνει ατροφικά –όπως παρατηρούμε στις απολιθωμένες μορφές των ιππιδών– είτε τα δύο ακραία δάχτυλα (1o και 5o) είτε το 2o και 4o. Ανάλογα με τον τρόπο που ακουμπούν τα π. στο έδαφος, τα ζώα λέγονται δαχτυλοβάμονα, πελματοβάμονα και οπληφόρα: ιδιαίτερα το βάδισμα των δαχτυλοβαμόνων, χαρακτηριστικό των αρπακτικών σαρκοφάγων, συντελεί στη μεγάλη ευκινησία, το τρέξιμο και τα άλματα. Σε μερικές ομάδες θηλαστικών έχουν παρατηρηθεί επίσης ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που κάνουν τα πόδια τους ικανά για ειδικές λειτουργίες: αντίθετη προς τα άλλα δάχτυλα θέση του μεγάλου δαχτύλου του π. σε όλα τα Πρωτεύοντα (στους Καταρρίνους, που είναι οι πιο εξελιγμένοι πίθηκοι, είναι μερικές φορές αντίθετη η θέση και του αντίχειρα)· φτυαρόμορφη διαμόρφωση του ακραίου τμήματος των μπροστινών π. του ασπάλακα· μεγάλη ανάπτυξη των πίσω π. στα είδη που είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένα στα άλματα, όπως τα καγκουρώ και τα μικρά τρωκτικά που αποτελούν την οικογένεια των Διποδιδών. Όσον αφορά τα Χειρόπτερα, όπως είναι γνωστό, τα δάχτυλα των μπροστινών άκρων, εκτός από τον αντίχειρα, είναι πολύ επιμήκη για να στηρίζουν τη μεμβράνη των πτερύγων. (Για τα πόδια των αμφιβίων, των ερπετών, των πτηνών και των αρθροπόδων παραπέμπουμε όχι μόνο στις γενικές πληροφορίες που αναφέρονται στα λήμματα τα σχετικά με τις διάφορες ομοταξίες, αλλά και στις επί μέρους περιγραφές των διάφορων τυπικών ειδών ή των περισσότερο γνωστών). Πόδι χεφόπτερου. Πόδι γρυλασπάλακα. Πόδι ιγουάνας Πόδι ταραντούλας στο οποίο φαίνονται τα συνδετικά ελάσματα.
* * *
το, Ν
1. καθένα από τα δύο κάτω άκρα ανθρώπου ή το κάθε άκρο σπονδυλωτού ζώου
2. κάθε εξέχον ὁργανο ασπόνδυλου ζώου, με το οποίο αυτό κινείται ή προσκολλάται κάπου («το πόδι τού χταποδιού»)
3. μονάδα μήκους σε διάφορες χώρες και εποχές, που ονομάστηκε έτσι, επειδή κατά την αρχαιότητα ισοδυναμούσε με το μήκος πέλματος ενήλικου άνδρα
4. (σχετικά με έπιπλο, σκεύος, όργανο, μηχάνημα) στήριγμα (α. «το πόδι τής καρέκλας» β. «το πόδι τού ποτηριού» γ. «το πόδι τού πιάνου»)
5. συνεκδ. παρουσία, ύπαρξη, εμφάνιση («κι όπου η βουλή τους, συφορά, κι όπου το πόδι, Χάρος», Σολωμ.)
6. φρ. α) «άκρο πόδι»
ανατ. το κατώτερο τμήμα τού κάτω άκρου, από τον αστράγαλο μέχρι τα δάχτυλα, το οποίο πατά στο έδαφος και στηρίζει το σώμα
β) «πόδι αθλητή»
ιατρ. μυκητιασική πάθηση που παρατηρείται συνήθως στις τροπικές χώρες, όπως και σε αθλητές ή στρατιωτικούς, και χαρακτηρίζεται από πάχυνση τού δέρματος, η οποία ακολουθείται από διαβρώσεις
γ) «κοίλο πόδι»
ιατρ. αμφοτερόπλευρη πάθηση τού ποδιού που χαρακτηρίζεται από μεγέθυνση τής καμάρας τού πέλματος και κύρτωση τών δακτύλων
δ) «πόδι χαρακωμάτων»
ιατρ. ονομασία που δόθηκε στα κρυοπαγήματα τών ποδιών κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, επειδή αιτία δημιουργίας τους ήταν η μακρά παραμονή στα χαρακώματα
ε) «αγγλικό πόδι»
μετρολ. μονάδα μήκους τών αγγλοσαξονικών χωρών που υποδιαιρείται σε 12 ίντσες και ισοδυναμεί με 304,79 χιλιοστόμετρα
στ) «παίρνω πόδι» — μέ διώχνουν
ζ) «τό βάζω στα πόδια» — φεύγω τρέχοντας είτε από φόβο είτε επειδή μέ καταδιώκουν
η) «πατώ πόδι» — επιμένω σε κάτι, απαιτώ κάτι επιτακτικά, επιβάλλω τη θέλησή μου
θ) «τού βάζω τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» — πιέζω, αναγκάζω κάποιον να υποκύψει στη θέλησή μου, τόν κάνω τού χεριού μου
ι) «πέφτω στα πόδια του» — ικετεύω, εκλιπαρώ κάποιον
ια) «κόπηκαν τα πόδια μου» — κουράστηκα πάρα πολύ
ιβ) «δεν μπορώ να πάρω [ή να σύρω] τα πόδια μου» — έχω αποκάμει, δεν μπορώ να περπατήσω από την κούραση
ιγ) «σηκώνω στο πόδι» — ξεσηκώνω, αναστατώνω, προκαλώ ταραχή
ιδ) «είμαι στο πόδι» — είμαι σε εγρήγορση
ιε) «είμαι στο πόδι από το πρωί» — δεν έχω ξεκουραστεί από το πρωί λόγω πολλών ασχολιών
ιστ) «περνώ την αρρώστια στο πόδι» — αναρρώνω χωρίς να κατακλιθώ
ιζ) «λειώνω στα πόδια μου» — κατακουράζομαι, εξαντλούμαι
ιη) «τρώω [ή πίνω] στο πόδι» — τρώω [ή πίνω] πρόχειρα και βιαστικά
ιθ) «αφήνω στο πόδι μου» — ορίζω αντικαταστάτη, αναπληρωτή
κ) «γράφω με τα πόδια» — είμαι κακογράφος, κάνω άσχημα γράμματα
κα) «γράφω στο πόδι» — γράφω με προχειρότητα, επιπόλαια
κβ) «με τα πόδια» — περπατώντας, πεζή
κγ) «με χέρια και με πόδια» — με κάθε τρόπο, με όλη τη δύναμη
7. παροιμ. α) «όσο να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει το άλλο» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι κάποιος είναι πολύ νωθρός και οκνηρός
β) «κατά το πάπλωμα που έχεις ν' απλώνεις και τα πόδια σου» — λέγεται ως συμβουλή για να μην επιχειρεί κανείς κάτι πέρα από τις δυνάμεις του
γ) «κατά τα πόδια πού 'χομε για μετάνοιες είμαστε» — λέγεται για κάποιον που αγνοεί ή παραβλέπει την πραγματική του κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πόδι-ον, υποκορ. τού πούς, ποδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πόδι — το 1. άκρο σώματος ανθρώπου ή ζώου, αλλ. ποδάρι. 2. μέτρο μήκους περίπου 0,33 μ.: Το αεροπλάνο πετά σε ύψος τρεις χιλιάδες πόδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποδί — ποδίς shoe. fem voc sg πούς foot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόδι' — πόδια , πόδιον foot neut nom/voc/acc pl πόδιαι , ποδία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παρά ποδί — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ τοῑς ποσί» …   Dictionary of Greek

  • πους (πόδι) — Μονάδα μήκους· ρωμαϊκός = 0,296 μ., παρισινός = 0,3248 μ., αγγλικός, ρωσικός, αμερικανικός 0,304 μ …   Dictionary of Greek

  • ποδ' — ποδί , ποδίς shoe. fem voc sg ποδί , πούς foot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”